- τραντάζω
- Ν1. σείω, κουνώ, τινάζω δυνατά («σ' όλη τη διαδρομή μάς τράνταζε το αυτοκίνητο, γιατί έχει σκληρή ανάρτηση»)2. καταρρίπτω με βίαιο τρόπο, γκρεμίζω («τράνταξε τα βαρέλια στην άσφαλτο κι έσπασαν»)3. μτφ. α) κλονίζω κάποιον ψυχικά, συγκλονίζω («τόν τράνταξε η είδηση για την πτώση τής κυβέρνησης»)β) χτυπώ, δυνατά («τού τράνταξε μία και τού έσπασε τα μούτρα»)4. (αμτβ.) δονούμαι («τραντάζει το λεωφορείο στις λακκούβες»).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το αρχ. τανταλίζω «σείω, κουνώ», μέσω τού τ. ταντανίζω*, το οποίο έδωσε τ. *τραντανίζω με ανάπτυξη -ρ- και στη συνέχεια τραντάζω, αναλογικά προς άλλα ρ. σε -άζω. Κατ' άλλη άποψη, από το σλαβ. trontja].
Dictionary of Greek. 2013.